Παραγωγικός και ξηρός βήχας της Αναστασίας Γκίκα

Ο βήχας αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό του οργανισμού μας και ουσιαστικά είναι σύμπτωμα και όχι νόσος. Σχετίζεται με διάφορα νοσήματα τα οποία συναντάμε συχνά στην καθημερινότητά μας όπως το κοινό κρυολόγημα,τη γρίπη,διάφορες αλλεργίες κτλ. Όταν διαρκεί λιγότερο από τρεις εβδομάδες χαρακτηρίζεται ως οξύς ενώ όταν διαρκεί παραπάνω από τρεις εβδομάδες ως χρόνιος.

Διαχωρίζεται σε δύο είδη,τον παραγωγικό και τον ξηρό.Ο παραγωγικός βήχας συνοδεύεται από αναπνευστικές εκκρίσεις οι οποίες ως σκοπό έχουν τον καθαρισμό των βρόγχων και των πνευμόνων.Στην περίπτωση του παραγωγικού βήχα δεν επιθυμούμε την καταστολή του αλλά την απόχρεμψη των εκκρίσεων.
Για αυτό τον λόγο χρησιμοποιούμε αποχρεμπτικά-βλεννολυτικά τα οποία βοηθούν στην απόχρεμψη λόγω της αύξησης του όγκου και της ρευστοποίησης που προκαλούν.Κάποια παραδείγματα τέτοιων σκευασμάτων είναι σκευάσματα που περιέχουν αμβροξόλη, ακετυλοκυστεΐνη και βρωμεξίνη.

Η αβροξόλη (Mucosolvan, Abrobion) έχει βλεννολυτικές και βλεννοκινητικές ιδιότητες καθώς διεγείρει τη λειτουργία του κροσσωτού επιθηλίου το οποίο οδηγεί στη μεταφορά της βλέννας

Η ακετυλοκυστεΐνη (Trebon) ,Ν-ακετυλοπαράγωγο κυστεΐνης, μειώνει το ιξώδες των βλεννωδών εκκρίσεων με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της απόχρεμψης τους

H βρωμεξίνη (Bisolvon) δρα διεγείροντας το κροσσωτό επιθήλιο και μειώνοντας το ιξώδες επομένως επιτυγχάνεται βλεννόλυση και ευκολότερη απόχρεμψη

Εκτός από τη λήψη αποχρεμπτικών,στον παραγωγικό βήχα συνιστάται η κατανάλωση πολλών υγρών η οποία δρα βοηθητικά στη ρευστοποίηση των εκκρίσεων.

Αντίθετα, ο ξηρός βήχας δεν συνοδεύεται από εκκρίσεις. Για χωρίζονται σε αυτά που δρουν κεντρικά καταστέλλοντας το κέντρο του βήχα στο ΚΝΣ και σε αυτά που δρουν περιφερικά ελαττώνοντας τις διεγέρσεις που ερεθίζουν το κέντρο του βήχα στο ΚΝΣ.

Η κωδεΐνη είναι ένα οποιοειδές αναλγητικό το οποίο χρησιμοποιείται στον ξηρό βήχα λόγω της καταστολής που προκαλεί στο αντανακλαστικό του βήχα στο ΚΝΣ.Υπόκειται σε κανόνες ελεγχόμενης συνταγογράφησης καθότι μπορεί να προκαλέσει εξάρτηση.

Η κιτρική βουταμιράτη (Sinecod) είναι ενα μη ειδικό αντιχολινεργικό και σπασμολυτικό το οποίο δρα στο κέντρο του βήχα.

Η λεβοδροπροπιζίνη (Levotuss) έχει περιφερική δράση.

Αντισταμινικά όπως η διφαινυδραμίνη (Comtrex), λεβοσετιριζίνη (Xozal) κτλ χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις αλλεργικού βήχα.

Εκτός από τη χρήση αντιβηχικών στην αντιμετώπιση του ξηρού βήχα συνιστάται η λήψη υγρών και η κατανάλωση καραμελών που βοηθούν στην ανακούφιση της ξηρότητας και του ερεθισμού του λαιμού,τα οποία επιδεινώνουν τον ξηρό βήχα.

Τέλος,επειδή ο βήχας αποτελεί κύρια οδό μετάδοσης αερογενών λοιμωδών νοσημάτων,ο ασθενής ο οποίος εμφανίζει αυτό το σύμπτωμα οφείλει να προφυλλάξει το περιβάλλον του αποφεύγοντας την κοντινή επαφή με άλλα άτομα,τους χώρους με συνωστισμό,τοποθετώντας ένα χαρτομάντηλο μπροστά από το στόμα του όταν βήχει και τηρώντας τους κανόνες υγιεινής(συχνό πλύσιμο χεριών,χρήση αντισηπτικών).

Αναστασία Γκίκα
Φαρμακοποιός 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο